-
1 μεταμέλεια
A change of purpose, regret, repentance,μεταμέλειαν λαμβάνει E.Fr.1080.3
;μεταμελείας λ. Th.1.34
; ἐπί τισι, περί τινος, Democr.43, Th.3.37;μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Men.1105
;ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας Pl.Lg. 727c
;μεταμελείας μεστή Id.R. 577e
;μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται Id.Lg. 866e
;τὸ ἐν μ. Arist.EN 1110b19
;ἐκ μεταμελείας Plb.1.39.14
;αὕτη σε ἡ μ. ἔχει X.Cyr.5.3.7
, cf. Polystr. p.9 W. (pl.), Phld.Ir.p.43 W. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμέλεια
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский